ἀδιάτρεπτος

ἀδιάτρεπτος
-ος,-ον A 0-0-0-0-2=2 Sir 26,10; 42,11
headstrong; neol.

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀδιάτρεπτος — not to be turned aside masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάτρεπτος — η, ο (AM ἀδιάτρεπτος, ον) 1. αμετάτρεπτος, αμετακίνητος, αμετάβλητος («αδιάτρεπτος γνώμη») 2. (για πρόσωπα) ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διατρέπω. ΠΑΡ. αρχ. ἀδιατρεψία] …   Dictionary of Greek

  • ἀδιατρέπτως — ἀδιάτρεπτος not to be turned aside adverbial ἀδιάτρεπτος not to be turned aside masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάτρεπτον — ἀδιάτρεπτος not to be turned aside masc/fem acc sg ἀδιάτρεπτος not to be turned aside neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιατρέπτους — ἀδιάτρεπτος not to be turned aside masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιατρέπτῳ — ἀδιάτρεπτος not to be turned aside masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάτρεπτοι — ἀδιάτρεπτος not to be turned aside masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάντροπος — η, ο αυτός που δεν αισθάνεται ντροπή, συστολή, αναιδής, ξετσίπωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *δι εντρέπομαι ή < επίθ. αδιάτροπος, παράλλ. τ. τού αδιάτρεπτος: το ν από επίδραση του εντρέ πομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαντροπεύομαι, αδιαντροπιά] …   Dictionary of Greek

  • αδιατρεψία — ἀδιατρεψία, η (Α) [ἀδιάτρεπτος] ισχυρογνωμοσύνη, θρασύτητα, αδιαντροπιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”